Ο Ρατσισμός: σύμπτωμα μιας βαθιάς υπαρξιακής διαστροφής
Τα παρακάτω γράφονται με αφορμή μια οργανωμένη επίθεση σε μετανάστες στην Κρήτη που ακούστηκε τώρα τελευταία. Κάποιοι μπήκαν με λοστούς σε ένα κατάλυμα Αφρικανών μεταναστών εργατών και τους τραυμάτισαν επειδή υπήρξε μια υποψία –υποψία και μόνο- ότι κάποιος μεταξύ τους παρενόχλησε σεξουαλικά κάποια ντόπια.
Ο ρατσισμός συνήθως εκλαμβάνεται ως ένα κοινωνικό πρόβλημα. Ένα πρόβλημα που υφίσταται λόγω μιας κοινωνικο-οικονομικής συγκυρίας. Σαν κάτι που θα άλλαζε εύκολα αν άλλαζε κάποια κρατούσα πολιτική συνθήκη. Δεν είναι όμως διόλου έτσι. Ο ρατσισμός είναι σύμπτωμα ενός βαθύτατου υπαρξιακού εκτροχιασμού. Είναι προϊόν ενός νου που αδυνατεί να μην γενικεύει, ενός νου που έχει εθιστεί στην ευκολία της γενίκευσης. Προϊόν δηλαδή ενός ανάπηρου νου του οποίου οι λειτουργίες αδυνατούν να κρατήσουν ζώσες τις προϋποθέσεις αυτού που συνιστά την ανθρώπινη ιδιότητα. Ο ανθρώπινος νους όταν αδυνατεί να διακρίνει την μοναδικότητα του κάθε συμβάντος της ζωής παύει να είναι ανθρώπινος. Όταν αδυνατεί να σταθεί με ειλικρίνεια και τόλμη απέναντι στην άπειρη πολυπλοκότητα της ζωής καταφεύγοντας στην φύσει υπεραπλουστευτική γενίκευση, για να αισθανθεί ασφαλής, τότε γίνεται ζωώδης αλλά και κάτι χειρότερο: γίνεται δαιμονιώδης. Διότι όταν κάτι μετατρέπεται σε κάτι που φύσει δεν προορίζεται να είναι δεν μετατρέπεται ακριβώς σε αυτό το κάτι άλλο αλλά γίνεται κάτι ανυπόστατο κάτι σαν φάντασμα, κάτι δηλαδή δαιμονικό. Και τότε τα πράγματα είναι πολύ μα πάρα πολύ αδιέξοδα. Τότε τα ανθρώπινα μέσα αδυνατούν να παράσχουν ίαση. Τότε μόνο μια ‘έξωθεν’, εκ μέρους του απρόβλεπτου της ζωής προερχόμενη κρούση μπορεί να σπάσει το ερμητικά κλειστό κέλυφος, σχεδόν πάντα με τρόπο πολύ οδυνηρό.
Αλλά πώς να σταθεί ο ανθρώπινος νους απέναντι στην άπειρη πολυπλοκότητα της ζωής χωρίς να υπεραπλουστεύει γενικεύοντας, πράγμα που του δίνει μια ψευδαίσθηση γνώσης και ελέγχου πάνω στην ζωή; Πώς να ομολογήσει τίμια και ειλικρινά στον εαυτό του ότι η άπειρη πολυπλοκότητα της ζωής είναι εκ των πραγμάτων ολοκληρωτικά μη ελέγξιμη και, άρα, ότι η ζωή είναι εντελώς απρόβλεπτη; Πώς να αποδεχτεί , πώς να χωνέψει μια τέτοια πραγματικότητα χωρίς να παραφρονήσει από τον τρόμο του; Απλούστατα: δεν μπορεί. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Θα επιλέξει αναγκαστικά να ξεχάσει, να περιέλθει σε λήθη όσον αφορά το τόσο προφανές αυτό γεγονός. Και θα αφεθεί να διολισθήσει στην λήθη με έναν τέτοιο τρόπο που η λήθη αυτή θα περιλαμβάνει και την φευγαλέα ήδη στιγμή της απόφασης για διολίσθηση. Είναι σαν τον μεθυσμένο που έχοντας ξεχάσει –λόγω ακριβώς της μέθης- ότι το ποτό που παρήγγειλε ήρθε και ότι μέθυσε με αυτό, κάνει οργισμένος παρατήρηση στο γκαρσόνι για το ότι ξέχασε να του το φέρει.(1) Μόνο ένας νους που έχει διακρίνει ότι η άπειρη αυτή πολυπλοκότητα έχει, στο παρασκήνιο της, έναν εγγενή λόγο, μια εγγενή τάξη και έναν ήδη, ‘αχειροποίητα’ υπάρχοντα σκοπό, μπορεί να αποφύγει την διολίσθηση αυτή. Κοινώς, μόνο ένας ένθεος νους μπορεί να διατηρηθεί αλώβητος από αυτόν τον ‘ζοφερό ύπνο της αμαρτίας’ (η έκφραση είναι από κείμενο εκκλησιαστικής ακολουθίας). Ένας τέτοιος νους έχει παραιτηθεί από οποιαδήποτε προσπάθεια και μεθόδευση ελέγχου. Και έχοντας πλήρη γνώση του ότι η ζωή είναι φύσει ανέφικτο να ελεγχθεί αφήνει την ζωή να ξεδιπλώνεται αφ’εαυτού της χωρίς την παραμικρή εκ μέρους του έγνοια και απόπειρα παρεμβολής (το εν λόγω ξεδίπλωμα θα λάμβανε χώρα εξ’άλλου έτσι και αλλιώς, με την διαφορά του ότι στην αντίθετη περίπτωση θα δημιουργούνταν μια παραίσθηση παρεμβολής και ελέγχου που θα δημιουργούσε εις μάτην κόπο, συνεχή απογοήτευση και ταραχή στον εμφορούμενο από την παραίσθηση αυτή άνθρωπο). Και όσο περισσότερο αφήνει ο άνθρωπος την ζωή να ξεδιπλώνεται ανεμπόδιστα, κατά πως θέλει αυτή, τόσο περισσότερο αυτή του αποκαλύπτει την εσώτερη της συνοχή και τον παρασκηνιακό της Λόγο. Και, κυρίως, τόσο περισσότερο του αποκαλύπτει το γεγονός του ότι έχει Λόγο, ενιαίο και συνεκτικό των πάντων. Έτσι, η παραίτηση αυτή κάνει την ζωή να αποκαλύπτει τον Λόγο της και, ταυτόχρονα, όσο αποκαλύπτεται το ότι η ζωή έχει Λόγο τόσο πιο πολύ αυξάνεται η εμπιστοσύνη στο ανεμπόδιστο ξεδίπλωμά της. Αυτή η παραίτηση άλλωστε είναι η ‘πίστη’ των θρησκειών, στην αυθεντική της διάσταση. Και η ησυχία και ειρινικότητα που εγκαθίσταται στην άνθρωπο εξ’αυτής κάνει τον άνθρωπο ‘ησυχαστή’, νηφάλιο και εναργή, όπως το ήρεμο νερό που όσο πιο ήρεμο είναι τόσο πιο καθάρια αντικατοπτριστικό του περιβάλλοντος γίνεται. Σε αυτήν την καθαρότητα γενικεύσεις, εγκλωβισμοί σε περιγραφές ζωής-ιδεολογήματα και συνεπώς ρατσισμός δεν μπορεί να υπάρξει. Εκεί το κάθε τι είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο και χρίζει την ανάλογη της μοναδικότητας του υπερευαίσθητη προσέγγιση. Εκεί υπάρχει η αδιάλειπτη και αυτενέργητη εγρήγορση του ότι η ζωή πάντα υπερβαίνει της όποιες περιγραφές της και ότι οι περιγραφές δεν είναι τίποτα άλλο παρά συμβατικά και πρόσκαιρα εργαλεία.
Γιατί όμως ενώ ο ρατσισμός είναι κατ’εξοχήν ίδιον –και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά- της υπαρξιακής, βαθιάς αθεΐας και απιστίας (διευκρινίζω χαρακτηρίζοντας το είδος αυτό της αθεΐας, ‘υπαρξιακό’ και ‘βαθύ’ για λόγους ξεκάθαρης αντιδιαστολής του με την ιδεολογική ‘αθεΐα’ που είναι ως επί το πλείστον μια αντίδραση στην εκκοσμικευμένη, ιδρυματοποιημένη, στηρικτική ταξικών, οικονομικό-κοινωνικών συμφερόντων θρησκευτικότητα και που στο βάθος μπορεί να αποκρύπτει κάτι πολύ υγιές και μια μεγάλη εγγύτητα, εν τέλει, με την αληθινή πίστη που περιγράψαμε παραπάνω) βρίσκει τόσο γόνιμο έδαφος στους κόλπους της θεσμοθετημένης εκκλησίας αλλά και, εν γένει, θρησκείας; Η απάντηση είναι απλούστατη: διότι η θεσμοθετημένη εκκλησία και θρησκεία δεν είναι τίποτα διαφορετικό, στην συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας των ‘ενεργών’ λεγομένων μελών της, από μια περαιτέρω υπεραπλούστευση, ένα περαιτέρω θωρακιστικό τέχνασμα λήθης –αυτή την φορά ενδεδυμένο τον μανδύα της πίστης και γι’αυτό ίσως εξαπατητικότερο και σκληρότερο- απέναντι στον τρόμο της άπειρης πολυπλοκότητας και στην θέα του απρόβλεπτου και ανεξέλεγκτου της ζωής. Δεν είναι διόλου τυχαίο το ότι το ‘παπαδαριό’ (πόσο εύστοχη είναι, πράγματι, ως προς αυτό που υπαινίσσεται η λαϊκή, ανώνυμης προέλευσης αυτή έκφραση) είναι τόσο επιρρεπές στον φανατισμό, τον εθνικισμό (ο οποίος πάντα κρύβει έναν έστω ασυνείδητο και ανομολόγητο ράτσισμο) και, εν γένει, τον φατριασμό.(2)
* * *
Αν κάποιος Έλληνας εγκληματήσει φταίει –τόσο αυτονόητα- η προσωπική του αχρειότητα αν κάποιος Αλβανός, Ρουμάνος, Πακιστανός κλπ εγκληματήσει φταίει –επίσης τόσο αυτονόητα- η εθνική του καταγωγή και άρα μπορούμε να βιαιοπραγήσουμε εναντίον του οποιουδήποτε ανήκει στο γένος του. Αντιστρέψτε το παράδειγμα και σκεφτείτε πως θα αισθανόσασταν αν ακούγατε ότι στην Γερμανία σακάτεψαν στο ξύλο φτωχές Ελληνικές οικογένειες, κάνοντας έφοδο την νύχτα στην πολυκατοικία που έμεναν, εν ώρα ύπνου μάλιστα –τόσο δειλά και άνανδρα- επειδή συνέβη κάποιος Έλληνας να παρενοχλήσει Γερμανίδα. Αν αισθάνεστε οργή και αγανάκτηση και μόνο στο άκουσμα μιας τέτοιας υποθετικής αφήγησης και δεν έχετε ήδη μια πολύ αυστηρή εναντίωση, με λόγια και με πράξεις, σε αυτά που συμβαίνουν κατά καιρούς απέναντι σε ξένους μετανάστες στην χώρα μας, έ τότε πάσχετε από την προαναφερθείσα βαριά υπαρξιακή ασθένεια και τα πράγματα είναι πολύ μελανά όσον αφορά την υπαρξιακή σας μοίρα, με άλλα λόγια την θέση σας απέναντι στον Θεό. Και ετοιμαστείτε, εσείς και τα παιδιά σας, για πολύ χειρότερες ταπεινώσεις από αυτές που προκαλέσατε και προκαλείτε, ακόμη και με την αδιαφορία σας μόνο, σε αυτούς τους ανθρώπους. Η δικαιοσύνη του Θεού αργεί αλλά δεν λησμονεί. Στην παρασκηνιακή των φαινομένων τα πάντα διέπουσα τάξη του Λόγου προχειρότητες δεν υπάρχουν, η ισορροπία πάντα αποκαθίσταται. Η φαινομενική καθυστέρηση είναι απλά μέρος της σχετικής διαδικασίας.
Σημ.:
1. Το παράδειγμα με τον μεθυσμένο είναι από ένα ανέκδοτο-παραβολή –από τα πολλά που κυκλοφορούν στην Κων/πολη- με ήρωα τον σύγχρονο Τούρκο σατιρικό και μυστικό ποιητή Νεϊζέν Τεβφίκ (απεβίωσε κατά τα μέσα του εικοστού αιώνος).
2. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, δεν έχουμε τίποτα εναντίον του κλήρου και των κληρικών. Η κριτική μας είναι εναντίον της έκπτωσης του θεσμού αυτού σε κάτι πλήρως αυτονομημένο από τον αρχικό του σκοπό, σε κάτι ευτελές και εντελώς ενδοκοσμικό, σε ένα συλλογικό ‘ηρεμιστικό’ απέναντι στον ίλιγγο της υπαρξιακής α-πορίας (που υπενθημίζει την παρουσία της πάντα σαμποτάροντας συστηματικά κάθε αυτό-οχυρωτική ιδεο-κατασκευή, όσο ‘στεγανή’ και αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως). Αυτή η έκπτωση είναι που σημαίνεται με έναν τόσο εύστοχα, ακόμη και ως αντήχηση, απαξιωτικό χαρακτηρισμό όπως αυτός του ‘παπαδαριού’. Σαφώς υπάρχουν άνθρωποι που τιμούν το λειτούργημά τους ως κληρικών αλλά είναι τρομακτικά μειοψηφικοί και ουκ ολίγες φορές περιθωριοποιούμενοι και ύπουλα διωκόμενοι. Οι πρόσφατη αντίδραση των κληρικών από την Άρτα υπέρ των τόσο βάναυσα αδικουμένων μεταναστών είναι ενδεικτική του τι θα έπρεπε να σημαίνει Χριστιανική στάση ζωής (βλ. επιστολή στην εφημερίδα Καθημερινή της 10 Ιαν.08). Όμως το ότι μας εξέπληξε αποτελεί, επίσης, μια επιβεβαίωση της σπανιότητάς και του ασυνήθιστού της (ενώ θα έπρεπε να ήταν ότι το ποιο αυτονόητο). Δεν είναι τυχαίο που σε σχέση με τα γεγονότα της Κρήτης η έγνοια του επισκόπου της περιοχής εξαντλείται –και δη απροκάλυπτα από τηλεοράσεως (εκπομπή Τσίμα στο Μέγκα, στις 12, Τρίτη βράδυ) στο να δικαιολογήσει τους ντόπιους και να τους απαλλάξει από την ρετσινιά του ρατσιστή αντί να σταθεί με όποιο κόστος στο πλευρό των αδικουμένων, σαν πραγματικός Χριστιανός που θα έπρεπε να είναι. Γεγονότα αρκούντως εύγλωττα και επεξηγηματικά για το γιατί οι διασώζοντες έστω και ελάχιστη συνειδησιακή ευαισθησία και κρίση, τη σήμερον ημέρα, επιλέγουν να μένουν μακριά από την Εκκλησία ή συχνά ψάχνουν αλλού τις απαντήσεις των πνευματικών-υπαρξιακών τους ανησυχιών.