Δευτέρα 19 Μαΐου 2008

Πυρηνική ενέργεια κλπ…

Με αυτήν την υπόθεση περί έναρξης –δήθεν- διαλόγου (περί προλείανσης του εδάφους πρόκειται και τίποτα άλλο) για την πυρηνική ενέργεια στην Ελλάδα γίνεται φανερό για μια ακόμη φορά το μέγεθος της αφροσύνης από το οποίο άγεται το σύγχρονο ‘Δυτικό’ λεγόμενο μοντέλο πολιτισμού (πολύ δε περισσότερο η ντόπια, νεοελληνική χωριατο-νεοπλουτίστικη εκδοχή του που ‘όραμά’ της είναι να μετατρέψει σε ‘Αθήνα’ ή δυνατόν κάθε σπιθαμή γης της χώρας). Αν προσέξει κάποιος θα δει πως σχεδόν καμιά πρόταση αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης δεν στρέφεται εναντίον της τρομερής ενεργειακής αδηφαγίας του κατεστημένου πολιτισμικού μοντέλου παρά μόνο προβληματίζεται και ψάχνει μανιωδώς για το πώς θα σκαρφιστεί τρόπους ικανοποίησής του. Κανείς δεν προτείνει εναλλακτικούς τρόπους οργάνωσης της κοινωνίας και της πόλεως που θα είναι κατά πολύ λιγότερο ενεργοβόροι από ότι οι σημερινοί αλλά όλοι σχεδόν ψάχνουν να βγάλουν ‘από την μύγα ξύγκι (βλέπε βιοκαύσιμα) ει δυνατόν, για να ταϊστεί το αχόρταγο τερατούργημα του ‘σύγχρονου’ αποκαλούμενου τρόπου ζωής, χωρίς να τεθεί ούτε στο παραμικρό θέμα αλλαγής ή έστω και κάποιας ουσιαστικής τροποποίησης του ιδίου. Όλοι είναι οικολόγοι αλλά κανείς σχεδόν δεν διανοείται να παύσει να εξαρτάται από το ΙΧ και την μοτοσικλέτα , να μειώσει την τόσο πανυγηρίστικη νυχτερινή (και γιορτινή) φωταγώγηση των δρόμων, των πάρκων κλπ, και να προάγει το ποδήλατο, λόγου χάρη. Όλοι αυτοί οι «οικολόγοι» το μόνο που σκέφτονται είναι να ‘αποδράσουν’ (μια έκφραση τόσο σκανδαλώδης και, πάραταυτα, τόσο ‘αυτονόητη’ στα λογής διαφημιστικά έντυπα, στις συνεντεύξεις κλπ), αντί να άλλαξουν τρόπο ζωής έτσι ώστε ο τόπος που μένουν να παύσει να είναι ένας τόπος που παρωθεί σε ‘απόδραση’.

Θέλουν, λέει, χωρίς άλλο ένα ΙΧ για να ‘αποδρούν’ αγνοώντας με τόση εκπληκτική, πραγματικά, βραδύνοια το ότι ο κύριος λόγος που η Αθήνα έχει καταντήσει να είναι ένας τόπος για απόδραση οφείλεται στα ΙΧ και σε όλο το πλέγμα των αναγκών των ΙΧ. Η λόγω ασφαλτόστρωσης και τσιμεντώματος για πάρκινγκ και χτίσιμο βενζινάδικων ερημοποιήση του εδάφους, η τρομακτική ατμοσφαιρική μόλυνση, η οξεία οικοσυστημική αναπηρία που προκαλείται σε σχέση με τις βροχοπτώσεις κλπ λόγω των παρεμβάσεων αυτών είναι τα προϊόντα των αναγκών του γένους των ΙΧ. Ενός γένους που για να υπάρξει χρειάζεται συνθήκες περιβαλλοντικές που αντιστρατεύονται ευθέως αυτές που είναι απαραίτητες για την επιβίωση των οργανικών ειδών, όπως ο άνθρωπος.

Ο εγκλωβισμός που έχει δημιουργηθεί στο ενεργειακό και οικολογικό ζήτημα σήμερα είναι φρικιαστικός, αν προσεχθεί καλά. Εδώ το ανθρώπινο γένος δεν έχει να κάνει με ένα απλό πρόβλημα του οποίου η επίλυση είναι ζήτημα μιας απλής αποφάσεως. Εδώ πρόκειται για έναν αγώνα ζωής και θανάτου μεταξύ του ιδίου και ενός ‘άλιεν’ που ξέθαψε για να τον υπηρετεί και τώρα έχει γίνει ο ίδιος το θήραμά του. Το να απαρνηθεί κάποιος το ΙΧ, την μοτοσικλέτα, τα μαρσαρίσματα και μουγκρητά, το ψευδοξανθό και την ψευδονεότητα, το life style κλπ είναι ταυτόσημο με το να απαρνηθεί έναν τρόπο ζωής στημένο πάνω στην επίδειξη, στο ψεύδος και στην ψευδαίσθηση, στην ‘βιτρίνα’, στο ‘πούλημα μούρης’. Ταυτόσημο με το να συνειδητοποιήσει εις βάθος και να αποδεχτεί το ότι δεν είναι παντοδύναμος, ότι είναι εύθραυστος και θνητός και έτσι να ησυχάσει, να αγαπήσει, να συμπορευτεί με το πραγματικό, το αυτοφυές. Πρόκειται για πρόκληση ριζικής επανανοηματοδότησης της ζωής, πρόκειται για ‘μετάνοια’ (ο Ιουδαιοχριστιανικός όρος αυτός προέρχεται από μετάφραση μιας σημιτικής λέξης που σημαίνει ‘επιστροφή’), ούτε λίγο ούτε πολύ. Και όσοι νομίζουν ότι αυτά είναι εύκολα πράγματα είναι βαθιά νυχτωμένοι. Εδώ η βούληση η ίδια βρίσκεται υπό κατάληψη, τα ίδια τα θεραπευτικά μέσα έχουν εκφυλιστεί. Είναι σαν την επικράτηση της μεταλλαγμένης, εμφανισιακά εύρωστης ντομάτας που όμως έχει απολέσει την γεύση της (την ψυχή της δηλαδή) και που μετά από μερικές γενιές οι άνθρωποι καθίστανται αδύναμοι να αναγνωρίσουν την γεύση της λόγω εξάλειψης των κριτηρίων σύγκρισης.

* * *

Ησυχάστε για λίγο και αφεθείτε να σας διαποτίσει η αίσθηση που σας προκαλεί η θέα των ‘τεχνοκρατών’ που κατέχουν ‘θέσεις’ και που κυβερνάνε. Αισθανθείτε την αύρα τους, χωρίς να πιέζεστε να τους ‘φιλτράρετε’ από τυχόν γνώμες και περιγραφές σας. Θα διακρίνετε ανθρώπους εκπληκτικά χοντροκομμένους, ανθρώπους με την ‘λίγδα’ του βολεμένου σε έναν ρόλο –και δη εξουσιαστικό- , πολύ παχυλή. Θα δείτε ανθρώπους σε βαριά λήθη, δύσκαμπτους τρομερά, με την παιδικότητά τους χιλιοαλυσσοδεμένη, φυλακισμένη και ξεχασμένη στα πλέον σκοτεινά υπόγεια της αυτοσυνειδησίας τους. Οι εξαιρέσεις στην προκειμένη περίπτωση δεν αποτελούν παρά ένα στοιχείο κοντράστου που επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Τι λύση λοιπόν θα μπορούσε να περιμένει κανείς από τόσο μεταλλαγμένες υπάρξεις, από μάσκες τόσο κούφιες, γραβατοφορεμένα μνημεία πρωτογονισμού (γελάει, όντως, όταν σκέφτεται κανείς τον χλευασμό της Δύσης απέναντι στην ενδυματολογική ομοιομορφία της μαοϊκής Kίνας) και αναισθησίας που έχουν εθιστεί στο να μιλάνε συνθηματικά εκστομίζοντας, εντελώς μηχανικά πια, λέξεις φετίχ όπως ‘ανάπτυξη’, ‘εκσυγχρονισμός’, ‘αξιοποίηση’ κλπ;

Ότι καλό είναι να γίνει θα γίνει έσωθεν, από μέσα προς τα έξω και όχι το αντίθετο. Από μια αλλαγή συνειδήσεων, από μια επανανοηματοδότηση της ζωής σε πολύ προσωπικό επίπεδο, χωρίς την παραμικρή προσδοκία δικαίωσης από μια μελλοντική μαζική, νομικά καθιερωμένη αλλαγή. Όλα θα αλλάξουν δια μιας θυσίας που δεν περιμένει την αναγνώριση, που γίνεται δωρεάν επειδή προκύπτει από μια προσωπική συνειδητοποίηση του ότι δεν υπάρχει άλλη λύση. Όταν ένα δέντρο, σε μια συνείδηση, θα είναι ασύγκριτα προτιμότερο από ένα ΙΧ.

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

Ο Ρατσισμός: σύμπτωμα μιας βαθιάς υπαρξιακής διαστροφής

Τα παρακάτω γράφονται με αφορμή μια οργανωμένη επίθεση σε μετανάστες στην Κρήτη που ακούστηκε τώρα τελευταία. Κάποιοι μπήκαν με λοστούς σε ένα κατάλυμα Αφρικανών μεταναστών εργατών και τους τραυμάτισαν επειδή υπήρξε μια υποψία –υποψία και μόνο- ότι κάποιος μεταξύ τους παρενόχλησε σεξουαλικά κάποια ντόπια.

Ο ρατσισμός συνήθως εκλαμβάνεται ως ένα κοινωνικό πρόβλημα. Ένα πρόβλημα που υφίσταται λόγω μιας κοινωνικο-οικονομικής συγκυρίας. Σαν κάτι που θα άλλαζε εύκολα αν άλλαζε κάποια κρατούσα πολιτική συνθήκη. Δεν είναι όμως διόλου έτσι. Ο ρατσισμός είναι σύμπτωμα ενός βαθύτατου υπαρξιακού εκτροχιασμού. Είναι προϊόν ενός νου που αδυνατεί να μην γενικεύει, ενός νου που έχει εθιστεί στην ευκολία της γενίκευσης. Προϊόν δηλαδή ενός ανάπηρου νου του οποίου οι λειτουργίες αδυνατούν να κρατήσουν ζώσες τις προϋποθέσεις αυτού που συνιστά την ανθρώπινη ιδιότητα. Ο ανθρώπινος νους όταν αδυνατεί να διακρίνει την μοναδικότητα του κάθε συμβάντος της ζωής παύει να είναι ανθρώπινος. Όταν αδυνατεί να σταθεί με ειλικρίνεια και τόλμη απέναντι στην άπειρη πολυπλοκότητα της ζωής καταφεύγοντας στην φύσει υπεραπλουστευτική γενίκευση, για να αισθανθεί ασφαλής, τότε γίνεται ζωώδης αλλά και κάτι χειρότερο: γίνεται δαιμονιώδης. Διότι όταν κάτι μετατρέπεται σε κάτι που φύσει δεν προορίζεται να είναι δεν μετατρέπεται ακριβώς σε αυτό το κάτι άλλο αλλά γίνεται κάτι ανυπόστατο κάτι σαν φάντασμα, κάτι δηλαδή δαιμονικό. Και τότε τα πράγματα είναι πολύ μα πάρα πολύ αδιέξοδα. Τότε τα ανθρώπινα μέσα αδυνατούν να παράσχουν ίαση. Τότε μόνο μια ‘έξωθεν’, εκ μέρους του απρόβλεπτου της ζωής προερχόμενη κρούση μπορεί να σπάσει το ερμητικά κλειστό κέλυφος, σχεδόν πάντα με τρόπο πολύ οδυνηρό.

Αλλά πώς να σταθεί ο ανθρώπινος νους απέναντι στην άπειρη πολυπλοκότητα της ζωής χωρίς να υπεραπλουστεύει γενικεύοντας, πράγμα που του δίνει μια ψευδαίσθηση γνώσης και ελέγχου πάνω στην ζωή; Πώς να ομολογήσει τίμια και ειλικρινά στον εαυτό του ότι η άπειρη πολυπλοκότητα της ζωής είναι εκ των πραγμάτων ολοκληρωτικά μη ελέγξιμη και, άρα, ότι η ζωή είναι εντελώς απρόβλεπτη; Πώς να αποδεχτεί , πώς να χωνέψει μια τέτοια πραγματικότητα χωρίς να παραφρονήσει από τον τρόμο του; Απλούστατα: δεν μπορεί. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Θα επιλέξει αναγκαστικά να ξεχάσει, να περιέλθει σε λήθη όσον αφορά το τόσο προφανές αυτό γεγονός. Και θα αφεθεί να διολισθήσει στην λήθη με έναν τέτοιο τρόπο που η λήθη αυτή θα περιλαμβάνει και την φευγαλέα ήδη στιγμή της απόφασης για διολίσθηση. Είναι σαν τον μεθυσμένο που έχοντας ξεχάσει –λόγω ακριβώς της μέθης- ότι το ποτό που παρήγγειλε ήρθε και ότι μέθυσε με αυτό, κάνει οργισμένος παρατήρηση στο γκαρσόνι για το ότι ξέχασε να του το φέρει.(1) Μόνο ένας νους που έχει διακρίνει ότι η άπειρη αυτή πολυπλοκότητα έχει, στο παρασκήνιο της, έναν εγγενή λόγο, μια εγγενή τάξη και έναν ήδη, ‘αχειροποίητα’ υπάρχοντα σκοπό, μπορεί να αποφύγει την διολίσθηση αυτή. Κοινώς, μόνο ένας ένθεος νους μπορεί να διατηρηθεί αλώβητος από αυτόν τον ‘ζοφερό ύπνο της αμαρτίας’ (η έκφραση είναι από κείμενο εκκλησιαστικής ακολουθίας). Ένας τέτοιος νους έχει παραιτηθεί από οποιαδήποτε προσπάθεια και μεθόδευση ελέγχου. Και έχοντας πλήρη γνώση του ότι η ζωή είναι φύσει ανέφικτο να ελεγχθεί αφήνει την ζωή να ξεδιπλώνεται αφ’εαυτού της χωρίς την παραμικρή εκ μέρους του έγνοια και απόπειρα παρεμβολής (το εν λόγω ξεδίπλωμα θα λάμβανε χώρα εξ’άλλου έτσι και αλλιώς, με την διαφορά του ότι στην αντίθετη περίπτωση θα δημιουργούνταν μια παραίσθηση παρεμβολής και ελέγχου που θα δημιουργούσε εις μάτην κόπο, συνεχή απογοήτευση και ταραχή στον εμφορούμενο από την παραίσθηση αυτή άνθρωπο). Και όσο περισσότερο αφήνει ο άνθρωπος την ζωή να ξεδιπλώνεται ανεμπόδιστα, κατά πως θέλει αυτή, τόσο περισσότερο αυτή του αποκαλύπτει την εσώτερη της συνοχή και τον παρασκηνιακό της Λόγο. Και, κυρίως, τόσο περισσότερο του αποκαλύπτει το γεγονός του ότι έχει Λόγο, ενιαίο και συνεκτικό των πάντων. Έτσι, η παραίτηση αυτή κάνει την ζωή να αποκαλύπτει τον Λόγο της και, ταυτόχρονα, όσο αποκαλύπτεται το ότι η ζωή έχει Λόγο τόσο πιο πολύ αυξάνεται η εμπιστοσύνη στο ανεμπόδιστο ξεδίπλωμά της. Αυτή η παραίτηση άλλωστε είναι η ‘πίστη’ των θρησκειών, στην αυθεντική της διάσταση. Και η ησυχία και ειρινικότητα που εγκαθίσταται στην άνθρωπο εξ’αυτής κάνει τον άνθρωπο ‘ησυχαστή’, νηφάλιο και εναργή, όπως το ήρεμο νερό που όσο πιο ήρεμο είναι τόσο πιο καθάρια αντικατοπτριστικό του περιβάλλοντος γίνεται. Σε αυτήν την καθαρότητα γενικεύσεις, εγκλωβισμοί σε περιγραφές ζωής-ιδεολογήματα και συνεπώς ρατσισμός δεν μπορεί να υπάρξει. Εκεί το κάθε τι είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο και χρίζει την ανάλογη της μοναδικότητας του υπερευαίσθητη προσέγγιση. Εκεί υπάρχει η αδιάλειπτη και αυτενέργητη εγρήγορση του ότι η ζωή πάντα υπερβαίνει της όποιες περιγραφές της και ότι οι περιγραφές δεν είναι τίποτα άλλο παρά συμβατικά και πρόσκαιρα εργαλεία.

Γιατί όμως ενώ ο ρατσισμός είναι κατ’εξοχήν ίδιον –και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά- της υπαρξιακής, βαθιάς αθεΐας και απιστίας (διευκρινίζω χαρακτηρίζοντας το είδος αυτό της αθεΐας, ‘υπαρξιακό’ και ‘βαθύ’ για λόγους ξεκάθαρης αντιδιαστολής του με την ιδεολογική ‘αθεΐα’ που είναι ως επί το πλείστον μια αντίδραση στην εκκοσμικευμένη, ιδρυματοποιημένη, στηρικτική ταξικών, οικονομικό-κοινωνικών συμφερόντων θρησκευτικότητα και που στο βάθος μπορεί να αποκρύπτει κάτι πολύ υγιές και μια μεγάλη εγγύτητα, εν τέλει, με την αληθινή πίστη που περιγράψαμε παραπάνω) βρίσκει τόσο γόνιμο έδαφος στους κόλπους της θεσμοθετημένης εκκλησίας αλλά και, εν γένει, θρησκείας; Η απάντηση είναι απλούστατη: διότι η θεσμοθετημένη εκκλησία και θρησκεία δεν είναι τίποτα διαφορετικό, στην συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας των ‘ενεργών’ λεγομένων μελών της, από μια περαιτέρω υπεραπλούστευση, ένα περαιτέρω θωρακιστικό τέχνασμα λήθης –αυτή την φορά ενδεδυμένο τον μανδύα της πίστης και γι’αυτό ίσως εξαπατητικότερο και σκληρότερο- απέναντι στον τρόμο της άπειρης πολυπλοκότητας και στην θέα του απρόβλεπτου και ανεξέλεγκτου της ζωής. Δεν είναι διόλου τυχαίο το ότι το ‘παπαδαριό’ (πόσο εύστοχη είναι, πράγματι, ως προς αυτό που υπαινίσσεται η λαϊκή, ανώνυμης προέλευσης αυτή έκφραση) είναι τόσο επιρρεπές στον φανατισμό, τον εθνικισμό (ο οποίος πάντα κρύβει έναν έστω ασυνείδητο και ανομολόγητο ράτσισμο) και, εν γένει, τον φατριασμό.(2)

* * *

Αν κάποιος Έλληνας εγκληματήσει φταίει –τόσο αυτονόητα- η προσωπική του αχρειότητα αν κάποιος Αλβανός, Ρουμάνος, Πακιστανός κλπ εγκληματήσει φταίει –επίσης τόσο αυτονόητα- η εθνική του καταγωγή και άρα μπορούμε να βιαιοπραγήσουμε εναντίον του οποιουδήποτε ανήκει στο γένος του. Αντιστρέψτε το παράδειγμα και σκεφτείτε πως θα αισθανόσασταν αν ακούγατε ότι στην Γερμανία σακάτεψαν στο ξύλο φτωχές Ελληνικές οικογένειες, κάνοντας έφοδο την νύχτα στην πολυκατοικία που έμεναν, εν ώρα ύπνου μάλιστα –τόσο δειλά και άνανδρα- επειδή συνέβη κάποιος Έλληνας να παρενοχλήσει Γερμανίδα. Αν αισθάνεστε οργή και αγανάκτηση και μόνο στο άκουσμα μιας τέτοιας υποθετικής αφήγησης και δεν έχετε ήδη μια πολύ αυστηρή εναντίωση, με λόγια και με πράξεις, σε αυτά που συμβαίνουν κατά καιρούς απέναντι σε ξένους μετανάστες στην χώρα μας, έ τότε πάσχετε από την προαναφερθείσα βαριά υπαρξιακή ασθένεια και τα πράγματα είναι πολύ μελανά όσον αφορά την υπαρξιακή σας μοίρα, με άλλα λόγια την θέση σας απέναντι στον Θεό. Και ετοιμαστείτε, εσείς και τα παιδιά σας, για πολύ χειρότερες ταπεινώσεις από αυτές που προκαλέσατε και προκαλείτε, ακόμη και με την αδιαφορία σας μόνο, σε αυτούς τους ανθρώπους. Η δικαιοσύνη του Θεού αργεί αλλά δεν λησμονεί. Στην παρασκηνιακή των φαινομένων τα πάντα διέπουσα τάξη του Λόγου προχειρότητες δεν υπάρχουν, η ισορροπία πάντα αποκαθίσταται. Η φαινομενική καθυστέρηση είναι απλά μέρος της σχετικής διαδικασίας.

Σημ.:

1. Το παράδειγμα με τον μεθυσμένο είναι από ένα ανέκδοτο-παραβολή –από τα πολλά που κυκλοφορούν στην Κων/πολη- με ήρωα τον σύγχρονο Τούρκο σατιρικό και μυστικό ποιητή Νεϊζέν Τεβφίκ (απεβίωσε κατά τα μέσα του εικοστού αιώνος).

2. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, δεν έχουμε τίποτα εναντίον του κλήρου και των κληρικών. Η κριτική μας είναι εναντίον της έκπτωσης του θεσμού αυτού σε κάτι πλήρως αυτονομημένο από τον αρχικό του σκοπό, σε κάτι ευτελές και εντελώς ενδοκοσμικό, σε ένα συλλογικό ‘ηρεμιστικό’ απέναντι στον ίλιγγο της υπαρξιακής α-πορίας (που υπενθημίζει την παρουσία της πάντα σαμποτάροντας συστηματικά κάθε αυτό-οχυρωτική ιδεο-κατασκευή, όσο ‘στεγανή’ και αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως). Αυτή η έκπτωση είναι που σημαίνεται με έναν τόσο εύστοχα, ακόμη και ως αντήχηση, απαξιωτικό χαρακτηρισμό όπως αυτός του ‘παπαδαριού’. Σαφώς υπάρχουν άνθρωποι που τιμούν το λειτούργημά τους ως κληρικών αλλά είναι τρομακτικά μειοψηφικοί και ουκ ολίγες φορές περιθωριοποιούμενοι και ύπουλα διωκόμενοι. Οι πρόσφατη αντίδραση των κληρικών από την Άρτα υπέρ των τόσο βάναυσα αδικουμένων μεταναστών είναι ενδεικτική του τι θα έπρεπε να σημαίνει Χριστιανική στάση ζωής (βλ. επιστολή στην εφημερίδα Καθημερινή της 10 Ιαν.08). Όμως το ότι μας εξέπληξε αποτελεί, επίσης, μια επιβεβαίωση της σπανιότητάς και του ασυνήθιστού της (ενώ θα έπρεπε να ήταν ότι το ποιο αυτονόητο). Δεν είναι τυχαίο που σε σχέση με τα γεγονότα της Κρήτης η έγνοια του επισκόπου της περιοχής εξαντλείται –και δη απροκάλυπτα από τηλεοράσεως (εκπομπή Τσίμα στο Μέγκα, στις 12, Τρίτη βράδυ) στο να δικαιολογήσει τους ντόπιους και να τους απαλλάξει από την ρετσινιά του ρατσιστή αντί να σταθεί με όποιο κόστος στο πλευρό των αδικουμένων, σαν πραγματικός Χριστιανός που θα έπρεπε να είναι. Γεγονότα αρκούντως εύγλωττα και επεξηγηματικά για το γιατί οι διασώζοντες έστω και ελάχιστη συνειδησιακή ευαισθησία και κρίση, τη σήμερον ημέρα, επιλέγουν να μένουν μακριά από την Εκκλησία ή συχνά ψάχνουν αλλού τις απαντήσεις των πνευματικών-υπαρξιακών τους ανησυχιών.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

Καλά Χριστούγεννα και Καλή Νέα Χρονιά σε όλους. Τα κείμενα εδώ, στο ιστολόγιο αυτό, μπορεί να φαίνονται απαισιόδοξα αλλά μια προσεκτικότερη ματιά θα αρκούσε για να διακρίνει κανείς πως δεν είναι. Το τέλος ανήκει στην αποκατάσταση της τάξης του Θεού, στην αιώνια ειρήνη και αγαλλίαση. Για όσους το θέλουν πραγματικά μόνο, έστω. Ότι και αν συμβεί για τον θέλοντα εμπόδια οριστικά δεν υπάρχουν. Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να κλέψει την τελική αποκατάσταση απο κάποια καρδιά που μένει στην προσδοκία αυτή. Επομένως η ευχή μας είναι βαθιά αισιόδοξη, παρ'ότι χωρίς φανφάρες, τεχνητές φωταγωγίες, ξεφαντώματα και λοιπά θορυβώδη. Είναι σαν τον ψίθυρο ενός νυχτερινού ανέμου, σε ένα ερημικό λιμάνι. Δεν έχει το παραμικρό φτιασίδωμα και όμως... καμιά ποίηση δεν τον πιάνει στην ευαισθησία και την αμεσότητά του.


Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

Το τέλος ενός πολιτισμού…

Ο πολιτισμός αυτός τελειώνει. Ζούμε σε μια εποχή όπου ένα ολόκληρο πολιτισμικό παράδειγμα, ένα ολόκληρο τέτοιο ‘pattern’, καταρρέει. Πρόκειται για την κατάρρευση μιας συλλογικής θέασης ζωής στην οποία κάποιους αιώνες τώρα είχαμε εθιστεί. Νομίζαμε ότι ζούσαμε τον τελικό ‘τρόπο’. Και όμως φεύγει. Το αντιλαμβανόμαστε όλοι. Το έδαφος κινείται και γλιστράει κάτω από τα πόδια μας. Το σώμα μας το πληροφορεί παρά το ότι η διάνοια μας αρνείται να το χωνέψει και ψάχνει αγωνιωδώς ενασχολήσεις φυγής και λήθης απέναντι στην πραγματικότητα αυτή, που την τρομάζει πολύ.

Το πετρέλαιο τελειώνει και δεν έχουμε εναλλακτικές λύσεις εκτός από κάποιες ίσως με ασύμφορα βαριές συνέπειες, όπως η πυρηνική ενέργεια. Και το φυσικό αέριο δεν είναι ανεξάντλητο. Δεν είναι ανανεώσιμη πηγή ενέργειας. Δεν είναι όπως το λαδάκι του καντηλιού που βγαίνει από την ελιά που επαναφύεται. Αλλά ο πολιτισμός του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και της πυρηνικής ενέργειας τείνει να μην αφήσει περιθώρια για την επιβίωση της ελιάς. Οι τρόποι άντλησης και χρήσης των μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι καταστροφικοί για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Πράγματι, αν η εξάντληση του πετρελαίου επέλθει όχι με την σταδιακότητα που θέλουμε όλοι να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι θα επέλθει αλλά απότομα, υπό μορφή ενός σοκ, ‘ως κλέπτης εν νυκτί’ τι μέλλει γενέσθαι; Όλοι αυτοί οι αστικοί πληθυσμοί που δεν παράγουν τίποτα από τα βασικά αναγκαία της επιβίωσης, που έχουν αποκοπεί εντελώς από την γη έχοντας ασφαλτοστρώσει και την παραμικρή σπιθαμή γης, με τι θα τραφούν; Μπορεί να φανταστεί λοιπόν κάποιος τι μπορεί να επακολουθήσει σε κάποια στιγμή μιας τέτοιας κρίσης.

Ποια δεν είναι τόσο απίθανο να σκεφτεί κάποιος ότι μπορεί και να έρθει μια εποχή όπου οι σημερινοί ασφαλτοδρομένοι μας δρόμοι, οι λεωφόροι κλπ να μετατραπούν, αναγκαστικά, σε αγρούς και κήπους και τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών μας σε θερμοκήπια καλλιέργειας τροφίμων. Θα’ναι όμορφα σίγουρα. Αλλ’όμως η ομορφιά αυτή δεν φαίνεται ότι θα προκύψει ειρηνικά και οικειοθελώς από τον άνθρωπο αλλά μέσα από μια πολύ οδυνηρή κρίση και δι’ανωτέρας βίας. Δια μιας γιγαντιαίας αντίδρασης της ιδίας της φύσης.

* * *

Ο ‘Θεός πέθανε’, τον σκότωσε ο άνθρωπος για να υπάρχει μόνο ο ίδιος και να μπορεί να κάνει ότι θέλει, χωρίς να ρωτά κανέναν άλλον, χωρίς να τίθεται θέμα συνεργασίας. Το ‘ο Θεός πέθανε’ σημαίνει ‘το εγγενές, αυθύπαρκτο νόημα πέθανε’, σημαίνει πως τέτοιο νόημα δεν υπάρχει και άρα πως είμαστε ελεύθεροι να επιβάλλουμε στον κόσμο (που δεν είναι πια ‘κόσμος’ αφού δεν έχει εγγενή λόγο και συνοχή) δικά μας νοήματα-κατασκευές. Ο ‘Θεός πέθανε’ λοιπόν για να μπορεί ο άνθρωπος να αυθαιρετεί χωρίς τον έλεγχο κανενός. ‘Σκοτώνοντας’, βέβαια, τον Θεό, νέκρωσε την οργανική ρίζα του ιδίου του εαυτού και έτσι πεθαίνει και αυτός τώρα. Στην πραγματικότητα αυτοκτονεί. Θεώρησε το σύμπαν, την φύση, μια πραγματικότητα χωρίς εγγενή δική της τάξη, χωρίς Λόγο, για να της επιβάλει, όπως είπαμε, την δική του τάξη. Έλα όμως που είναι και ο ίδιος οργανικό βλάστημα του σύμπαντος αυτού, που στην συνείδηση του κατέστησε ά-λογο και ως εκ τούτου μετατράπηκε και ο ίδιος σε κάτι ά-λογο, σε κάτι χωρίς εγγενή τάξη. Και το ένα ά-λογο άρχισε να προσπαθεί να επιβάλει την α-λογία του σε κάποιο άλλο ά-λογο. Και έτσι όλα πήραν την πορεία της ολοκληρωτικής α-λογίας με κατάληξη το σήμερα. Μόνο να σκεφτεί κάποιος ότι ο ‘αιώνας του διαστήματος’, ο εικοστός, είδε δύο τρομερούς στο μέγεθος και την καταστρεπτικότητα παγκόσμιους πολέμους θα αρκούσε να κάνει τον άνθρωπο να υποψιαστεί κάτι σε σχέση με το ανώμαλο της κρατούσας κοσμοθέασης. Αλλά ούτε αυτό έγινε. Ούτε λόγου χάρη το τόσο περίεργο φαινόμενο του ότι ένα έθνος όπως το Γερμανικό, με τόση κουλτούρα και τεχνολογική ακμή κατέληξε σε ένα τόσο μεγάλο συλλογικό αυτοκαταστροφικό παραλήρημα όπως ο Ναζισμός προβλημάτισε ιδιαίτερα. Απλά, έγινε μια προσπάθεια πως και πώς να μπαλωθούν τα πράγματα μία ώρα αρχύτερα και να υπάρξει ταχεία επιστροφή σε αυτό που είχε μείνει μισό: στο να οικοδομηθεί ο παράδεισος του ατομιστή ανθρώπου, του ανθρώπου που θα επιβάλλει νόημα στον ‘χωρίς νόημα’ κόσμο, που θα καταστήσει το σύμπαν υπηρέτη του (αντί να συνομιλήσει και να συνεργαστεί μαζί του και, ακόμη παραπέρα, να επανασυνυφανθεί σε αυτόν, ως οργανική προέκταση του που είναι εκ γενετής, παρ’ότι σε βαριά σχετική λήθη– αλλά η συνομιλία προϋποθέτει να έχεις απέναντί σου μια ύπαρξη με λόγο, με εγγενές νόημα). Η κοσμοθέαση που προκάλεσε τους δύο αυτούς πολέμους δεν άλλαξε, εν τέλει, απλά τροποποιήθηκε. Μέλλουν να έρθουν ακόμη χειρότερα για να δοθεί η ευκαρία να αλλάξει, απ’ότι φαίνεται. Μακάρι να διαψευσθούμε.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2007

Σεξ… και πολλά κεράσια

'Όπου ακούς για πολλά κεράσια κράτα μικρό καλάθι.’ λέει σοφά η λαϊκή παροιμία. Ταιριάζει πολύ σε αυτό που συμβαίνει τη σήμερον ημέρα στην κοινωνία μας με το σεξ. Παντού ακούς για σεξ, παντού βλέπεις για σεξ. Δεν είναι πια ‘ταμπού’ υποτίθεται. Όμως τα πρόσωπα των ανθρώπων κάθε άλλο παρά την ικανοποίηση και την χαρά κάποιου που ‘το χαίρεται’, κάποιου που έχει άφθονη έκσταση στην ζωή του, δείχνουν. Είναι κουρασμένοι και εξαντλημένοι, καταναλώνουν βιταμίνες για να σταθούν όρθιοι, για να αντέξουν, κυριολεκτικά. Άσε που φοβούνται, τρέμουν ο ένας τον άλλον. Πρέπει συνέχεια να είναι και να φαίνονται ‘έξυπνοι’, ‘ετοιμόλογοι’, ‘ικανοί’ και, εν γένει, στο ‘ύψος των περιστάσεων’. Όταν συνθλίβεσαι κάτω από το βάρος μιας τόσο ενεργοβόρας ‘ετοιμότητας’ πώς να έχεις θάρρος, διάθεση και δυνάμεις για σεξ; Είσαι ήδη πτώμα. Και είσαι πτώμα εν ονόματι του να φανείς σφύζων από ζωντάνια.

Ο χωρίς Θεό κόσμος του σήμερα δεν έχει λόγο, δεν έχει νόημα , ή τουλάχιστον είναι αμφίβολο το αν έχει λόγο, εγγενή τάξη και νόημα (συχνά συναντάς την τόσο κραυγαλέα αντίφαση να ακούς από ‘επιστήμονες’, που υποτίθεται ότι ψάχνουν να αποκωδικοποιήσουν τους ‘νόμους’ –δηλαδή το νόημα- της φύσης, να δηλώνουν άθεοι και υποστηρικτές της τυχαιότητας, να δηλώνουν δηλαδή πίστη σε ένα σύμπαν χωρίς νόμους και νόημα). Έναν τέτοιο κόσμο, μια τέτοια φύση είναι επόμενο να την φοβάσαι, αφού η χαοτικότητά της δεν μπορεί παρά να αποτελεί κίνδυνο, παρά να είναι εχθρική. Ταμπουρώνεσαι απέναντί της και, συνεπώς, αποξενώνεσαι από αυτήν. Και η αυτό-ασφαλιστική σου οχύρωση γίνεται αλλοτρίωση. Τα πράγματα γίνονται ακόμη τραγικότερα δε όταν η αλλοτρίωση αυτή εγκαθίσταται ως συλλογική θέαση και οργάνωση ζωής, ως πολιτισμός.

Ο αλλοτριωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει σεξ παρά μόνο να αυνανιστεί στο κορμί του άλλου. Για τον απλούστατο λόγω του ότι ο άλλος δεν μπορεί παρά να είναι ξένος, να ανήκει στην αβέβαιη περιοχή του εκτός ‘εαυτού’ χώρου. Δεν μπορεί να του δοθεί, πρέπει ‘να μην τον χάσει από το μάτι του’, πρέπει να τον παρατηρεί και να τον ελέγχει (αυτό επιβάλλει, η κοινωνικό-πολιτισμικά δικαιωμένη ‘σύνεση’). Και όταν δεν δίνεσαι δεν υπάρχει, εκ των πραγμάτων, κατάλυση των μεταξύ της περιοχής του ‘εγώ’ και αυτής του ‘υπολοίπου’ του συνόρων. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει έκσταση. Το σύμβολο, κυριολεκτικά, αυτής της έκπτωσης της ερωτικής συνεύρεσης σε αυνανισμό δια του κορμιού του άλλου είναι το περίφημο προφυλακτικό. Είναι σαν να τρως με ένα λάστιχο στην γλώσσα. Αποστειρωμένα, χωρίς ηδονή, μόνο προς εκπλήρωση ενός αυτοεπιβεβαιωτικού του αμφίβολου, πλέον, ανδρισμού ή της γυναικείας θελκτικότητάς σου ‘πρέπει’, προς είσπραξη μιας νεφελώδους αίσθησης ‘φυσιολογικότητας’ και κοινωνικής επιβίωσης.

Έτσι και το ‘πορνό’, δεν είναι ανήθικο για κανέναν κυρίως άλλο λόγο παρά για το ότι είναι ψέμα και επομένως όχι αρκούντως διεγερτικό (ακόμη και το ‘μπανιστήρι’ παρ’ότι υποκατάστατο είναι πιο ηθικό επειδή ακριβώς απολαμβάνει κάτι που είναι πιο αληθινό – μεταξύ του να βλέπεις μια γυναίκα να γδύνεται ξέροντας ότι την κοιτάς για να σε διεγείρει και του να γδύνεται επειδή πάει να κοιμηθεί ή να κάνει μπάνιο υπάρχει ριζική ποιοτική διαφορά). Όταν κάνεις σεξ για την κάμερα δεν κάνεις για τον εαυτό σου και αυτό εξαλείφει κάθε αυθεντική διεγερτικότητα . Αλήθεια, τα μόνα πραγματικά διεγερτικά σημεία στις πορνοταινίες είναι τα σημεία που έχουν θεωρηθεί ασήμαντα από τον σκηνοθέτη, τον κάμεραμαν και τους ηθοποιούς, τα σημεία δηλαδή που το ‘εγώ’ τους απουσίαζε, τα σημεία που ξεχάστηκαν και βρέθηκαν, για λίγο και φευγαλέα, αφηρημένοι, φυσικοί και αθώοι. Γι’αυτό, το πορνό θα μπορούσε να ειπωθεί πως είναι είδος κατά κάποιον τρόπο φύσει ανέφικτο. Και, βέβαια, κάτι φύσει ανέφικτο ανθεί σε περιβάλλον που επιχειρείται εν γένει το φύσει ανέφικτο, τουτέστιν η προσπάθεια να υπάρξει χαρά ζωής και ατομισμός, έκσταση και άρνηση της πραγματικότητας μαζί (που σημαίνει άρνηση και απόκρυψη των επιθυμιών, των ανημποριών, των θλίψεων και, κυρίως, της φθοράς, του γήρατος και, εννοείται, της θνητότητας).

* * *

Ένα από τα πιο έκδηλα υποπροϊόντα της αλλοτρίωσης, της στερημένης ηδονής και έκστασης ζωής, είναι η άμβλυνση των αντιληπτικών και κριτικών ικανοτήτων του νου. Η διολίσθησή του στο να πείθεται σε πράγματα απίθανα. Ο αγ. Αυγουστίνος ήταν που έλεγε, αν δεν με απατά η μνήμη μου, ότι αυτοί που δεν πιστεύουν στον Θεό πιστεύουν τελικά στα πιο απίθανα πράγματα. Τι το φυσικότερο, αλήθεια, να επικρατεί χάος στον νου και στην ζωή κάποιου που στην συνείδηση του ο κόσμος δεν έχει μη επιβεβλημένο έξωθεν, εγγενές νόημα; Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι σμπαραλιασμένος μέχρι το μεδούλι της υπάρξεως του από τον πανικό που του προκαλεί η θέα ενός χαοτικού σύμπαντος και από το παραλήρημα των προσπαθειών χτισίματος χαρακωμάτων και σκαφάνδρων προς αντιμετώπισή του (φανταστείτε να θέλει κάποιος να κάνει καλό σεξ –πράγμα που κατ’εξοχήν προϋποθέτει την παντελή γύμνια- φορώντας σκάφανδρο).

Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα της απώλειας των κριτικών ικανοτήτων του νου λόγω αλλοτρίωσης και ανεραστιάς είναι οι «έρευνες» που βγάζουν τον σύγχρονο Νεοέλληνα πρωταθλητή στο σεξ. Λες και ο σύγχρονος Νεοέλληνας μέσα στην τρομερή ανάγκη επίδειξης και αυτοεπιβεβαίωσης που τον δέρνει είναι εις θέση να απαντήσει τίμια και να δώσει στοιχεία αληθή για την σεξουαλική του ζωή. Λες και αυτός που έχει κάνει τρόπο ζωής να ξεκουφαίνει τους γύρω με την μοτοσικλέτα του και να συντηρεί μέσα στην Αθήνα θηριώδη τζιπ για να αισθανθεί ικανός και αξιοσέβαστος, αυτός που παραληρεί στο να ‘φυτεύει’ σε κάθε γωνιά έναν προβολέα για να σιγάσει τον τρόμο του απέναντι στο νυχτερινό σκοτάδι, διαθέτει το ψυχικό σφρίγος να πει ότι δεν θέλγει και δεν γ…μαέι καλά.

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

Οι δυνατοί και υπέροχοι…

Όλοι τους είναι δυνατοί και ‘υπέροχοι’ (λέξη της μόδας, τώρα τελευταία, τώρα που το έντερο του Δυτικού, κυρίως, ανθρώπου έχει λιγδώσει στα καλά). Αγέρωχοι και υπερήφανοι. Έτσι και πέσει το εισιτήριο κοντά στα πόδια κάποιου άλλου ‘τραβάνε ζόρι’ μεγάλο να σκύψουν και να το πάρουν. Είναι όλοι ‘υπεράνω’, πολιτισμένοι και κοινωνικοί. Δεν είναι ‘γύφτοι’, είναι αξιοπρεπείς. Δεν κλαψουρίζουν. Είναι λεβέντες, το δείχνει άλλωστε ο τόσο συχνός, πια , βρυχηθμός των μοτοσικλετών τους. Είναι σύγχρονοι και καλά εξοπλισμένοι, με τα θηριώδη τζιπ τους. Ξέρουν να γλεντάνε και να ξοδεύονται. Δεν φοβούνται τον καρκίνο, αφού είναι θέμα πρόληψης. Όσο δε για το έιτζ, ξέρουν να προφυλάγονται. Η ζωή είναι στα χέρια τους. Οι πνευματικοί τους ταγοί (ψυχολόγοι, γκουρού κλπ) έχουν σύνθημα τους το ‘πάρε την ζωή στα χέρια σου’, το ‘σκέψου θετικά’, το ‘δημιούργησε την ευημερία σου’ και άλλα συναφή. Και η επιστήμη προχωράει. Δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα.

* * *

Έχετε δει καθόλου να τινάζουν χαλί στην λιακάδα; Έχετε δει την σκόνη να στροβιλίζεται στις ηλιαχτίδες; Κάπως έτσι στροβιλίζονται και τα συμπαντικά μορφώματα, οι γαλαξίες, τα νεφελώματα και οι αστερισμοί. Και ο πλανήτης μας είναι ένα σωματίδιο κατά πολύ μικρότερο, αναλογικά, από τους κόκκους της σκόνης του τινασσόμενου χαλιού, μέσα στα μορφώματα αυτά. Η περίφημη ελευθερία βούλησής μας είναι, το πολύ, όσο αυτή που έχει ένας κόκκος σκόνης να τραβήξει την δική του πορεία απεγκλωβιζόμενος από τους στροβίλους μέρος των οποίων αποτελεί. Αυτή είναι μια πραγματικότητα, που υπομιμνήσκει το απαρασάλευτο κράτος της στην συνείδηση του κάθε ανθρώπου αλλά και κάθε ζωντανού, από την στιγμή που έρχεται στην ζωή. Ξέρουμε όλοι, συνειδητά ή ασυνείδητα, ότι η ζωή δεν είναι στα χέρια μας. Ξέρουμε όλοι την πραγματικότητα της ‘σκόνης του τινασσόμενου χαλιού’. Επειδή όμως είναι κάτι που μας τρομάζει σε βαθμό πανικού έχουμε εφεύρει –και εφευρίσκουμε αδιάλειπτα, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο- μύριους τρόπους πρόκλησης λήθης ως προς την θύμηση της πραγματικότητας αυτής. Ο τύπος ανθρώπου που περιγράφεται στην προηγούμενη παράγραφο είναι το ‘ανθεκτικό’, κάπως, προσωπείο λήθης σε έναν ‘πολιτισμό’ που την εν λόγω λήθη την έχει αναγάγει σε τρόπο ζωής. Ένα προσωπείο που έχει πείσει, αποτελεσματικότερα από ότι αυτά του παρελθόντος, αυτόν που το φοράει, ότι πρόκειται όχι για ένα προσωπείο αλλά για το ίδιο το πρόσωπό του.

* * *

Ο σημερινός άνθρωπος αρνείται να παραδεχτεί τον πανικό του όσο ποτέ άλλοτε. Αρνείται να θρηνήσει το εύθραυστο της υπάρξεώς και των επιδιώξεών του. Ο σημερινός άνθρωπος αρνείται να πενθήσει. Και για πρώτη φορά στην ιστορία του έχει βρει τόσο αποτελεσματικές μεθόδους λήθης προς απομάκρυνση του πένθους. Είναι δυσβάσταχτα τυραννικά χαρούμενος. Η αυτομαστίγωσή του για να συνεχίσει να φέρει το καταλυτικά βαρύ φόρτο της ‘ευτυχίας’ είναι ασταμάτητο. Τόσο που ενώ το πρόσωπο κάτω από την μάσκα σαπίζει και η μπόχα πνίγει τον τόπο, αυτός συνεχίζει να ψελλίζει, ακόμα και μέσα στον ρόγχο της αποσύνθεσής του ‘είμαι αυτό που βλέπω στον καθρέπτη’. Η μάσκα έχει κολλήσει στο πρόσωπό του και μέχρι και με το δυσώδες, πια, σάλιο του προσπαθεί να την κρατήσει κολλημένη. Ακόμη και όταν ξεψυχάει τον μακιγιάρουν για να μην φέρει στον νου, των εναπομεινάντων, τίποτα από την πραγματικότητα.

* * *

Όλα τα δεινά της ανθρωπότητας αλλά και, εν γένει, της υπάρξεως, οι πόλεμοι, οι ασθένειες ακόμη και ο θάνατος (ακούγεται παρατραβηγμένο αλλά δεν είναι -ίσως κάποια μέρα δοθεί η ευκαιρία να γράψουμε κάτι και γι'αυτό στο ιστολόγιο μας) είναι συνέπειες άρνησης του πένθους, κυρίως, αλλά και της χαράς. Ο άνθρωπος αρνείται να πενθήσει για το ότι είναι ανήμπορος, καθ’όλα ανήμπορος. Για το ότι βρίσκεται σε μια ζωή που τον υπερβαίνει εντελώς, σε μια ζωή καθ’ολοκληρίαν μη ελέγξιμη. Ο άνθρωπος αρνείται την πραγματικότητα. Εκεί που πρέπει να πενθεί και να θρηνεί γελάει και εκεί που πρέπει να γελάει παριστάνει τον σοβαρό. Απαγορεύει στον εαυτό του να γελάσει ακόμη και με τις τόσο προφανώς βλακώδεις σοβαροφάνειες των γραβατο-μασκαρεμμάτων του εργασιακού του χώρου. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του ούτε την ηδονή της χαιρεκακίας, την ικανοποίηση του να βλέπει να καταβαραθρώνεται αυτός που τον ταπείνωσε. Αρνείται να ομολογήσει στον εαυτό του ότι χαίρεται γι’αυτό. Είναι ‘υπεράνω’, πρέπει να είναι ‘υπεράνω’. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να είναι ή, μάλλον, δεν αντέχει να δει πόσο χαμερπής και χαιρέκακος είναι. Επιβάλλεται στον εαυτό του, ασκεί βία αδιάλειπτα, λες και είναι ότι το πιο αυτονόητο και φυσιολογικό. Αποκαλεί την κατάσταση αυτή πειθαρχία και αξιοπρέπεια . Και όσο πιο συνεπής αισθάνεται με την εκπλήρωση των απαιτήσεών της πλέκει εγκώμια στον εαυτό του. Και όχι μόνο αυτό αλλά την βία αυτή την καθ-ιερώνει, την εξαγιάζει την κάνει ‘πολιτισμό’. Και μετά επιδίδεται σε έναν ατέρμονα και χωρίς λόγο, εννοείται, μόχθο αντιμετώπισης των συνεπειών αυτής της τρομερής ταφής του οτιδήποτε πραγματικού. Και τον μόχθο αυτόν τον κατονομάζει ‘εργατικότητα’, τον καθιστά αρετή, οριστικοποιώντας έτσι την διαιώνιση της κόλασης που δημιουργεί.

* * *

Το ‘μακάριοι οι πενθούντες’ των μακαρισμών, στην Καινή Διαθήκη και το ‘φόβος Κυρίου αρχή σοφίας’ των ψαλμών, στην Παλαιά Διαθήκη ( ρήση δηλωτική βαθύτατης συναίσθησης του ότι η ζωή δεν είναι στα χέρια μας) δεν έχουν να κάνουν, στο παραμικρό, με κάποια θεσμική-σωματειακή θρησκευτικότητα. Έχουν να κάνουν με την πολύ απτή πραγματικότητα. Και σε αυτό συνίσταται η όντως θρησκευτικότητα. Στην διάκριση του τι είναι πραγματικό και στην συνείδηση του πλήρους αδιεξόδου ζωής που συνεπάγεται η αγνόησή του (γι’αυτό, εξ’άλλου ‘μωραίνει Κύριος ων βούλεται απολέσει’). Ο δε Θεός είναι εκεί, στην συνθήκη που αναδύεται αφ’εαυτού της, ως φυσικό επόμενο , αχειροποίητα, όταν το πλήρες, χωρίς αναισθητικά πένθος, ο καταλυτικός θρήνος, αλλά και το καρδιακό μειδίαμα, δίνουν τέλος στον πολιτισμό της «πειθαρχίας», της «εργατικότητας», και της δια μαστιγίου χαράς. Όταν κάποιος καταλήγει ‘βιαστής’ εναντίον ενός ολόκληρου κόσμου λήθης και του ‘πολιτισμού’ αυτού. Όταν εξεγείρεται, δηλαδή, εναντίον της βίας. Και όχι δια των ενισχυτικών αυτής δικών της μέσων.

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2007

Που είναι ο Θεός ;

Η απάντηση θα περίμενε κανείς να είναι ‘να εδώ’ ή ‘εκεί’ ή ‘στο τάδε σημείο’. Αφού η απάντηση στο ‘που’ είναι πάντα ένα ‘κάπου’. Ο Θεός όμως δεν είναι πουθενά, επειδή, ακριβώς, είναι παντού. Και ο Θεός, επίσης, δεν είναι ‘κάτι’ και επομένως δεν μπορεί να είναι ‘κάπου’. Αν ήταν ‘κάτι’ δεν θα μπορούσε να είναι παντού, δεν θα ήταν Θεός.

Ο Θεός είναι ότι το πιο αυτονόητο υπάρχει. Και αυτό, ακριβώς, είναι που καθιστά δύσκολο το να Τον διακρίνεις. Ο άνθρωπος ψάχνει πάντα ‘κάτι’ για να το χαρακτηρίσει υπαρκτό. ‘Κάτι’ εν αντιθέσει με ένα ‘υπόλοιπο’. Ενώ ο Θεός είναι και στο ‘κάτι’ και στο ‘υπόλοιπο’ μαζί. Στην πραγματικότητα το ‘κάτι’ και το ‘υπόλοιπο’, αυτού του ‘κάτι’, δεν είναι δύο ξεχωριστές οντότητες, ο νους που θέλει να τεμαχίζει για να ταξινομεί και να ελέγχει είναι που τα διαιρεί. Και ο ένθεος νους είναι ο ταπεινός νους που δεν τον ενδιαφέρει να ελέγχει. Αυτός, ο ελεύθερος και χαλαρός από τις ταξινομητικές –και άρα εξουσιαστικές- του κόσμου έγνοιες και μέριμνες νους (που είναι και άκρως τολμηρός αφού τολμά να παραιτείται από την προσπάθεια ελέγχου), αυτός μόνο μπορεί να διακρίνει τον Θεό. Διότι σε αυτόν τον νου, τον μη κατακερματισμένο, αντανακλάται το ενιαίο και όλον της υπάρξεως. Αυτός μόνο αντιλαμβάνεται την ενιαία κίνηση του όλου και την διακλάδωση του σε μέλη των οποίων το κέντρο δεν είναι ‘κάπου’ αλλά στο αδιάστατο, στο υπερβατικό μηδέν απ’όπου όλα φύονται. Ξέροντας ότι και ο ‘εαυτός’ του, οι όποιες κινήσεις του, είναι απλά μία από τις διακλαδώσεις του όλου.

Ακόμη και σήμερα, στην εποχή των κβαντικών κοσμοπροσεγγίσεων, βλέπεις βιβλία για «περί Θεού αυταπάτες» κλπ. Όλοι αυτοί οι ‘επιστήμονες’ ακόμη ψάχνουν για ‘κάπου’ για ‘κάτι’. Δεν βρίσκουν τίποτα και αποφαίνονται ότι ‘δεν υπάρχει τίποτα’, βρισκόμενοι σε βαθιά λήθη όσον αφορά το ότι το αδύνατο της απαντήσεως βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο ρωτάνε. Ο κόσμος τους παραμένει ακόμη ένας ά-λογος συνωστισμός αυθύπαρκτων και ασύνδετων μεταξύ τους θραυσμάτων, ο οποίος πρέπει να ελεγχθεί έτσι ώστε να καταστεί ακίνδυνος (ενώ αυτό που τον κάνει να φαίνεται επικίνδυνος είναι ο τρόπος με τον οποίο τον βλέπουν). Όλα στο σύμπαν τους είναι θεμελιωμένα στο διαιρετικό σχήμα του ‘ελέγχοντος’ και του ‘ελεγχόμενου’. Όλα σε αυτό είναι διαιρεμένα, όλα είναι από ένα ‘κάτι’, εν αντιθέσει με ‘κάτι’ άλλο. Και ο Θεός δεν είναι, όπως είπαμε, ‘κάτι’. Συνεπώς, πορευόμενοι με αυτόν τον τρόπο δεν πρόκειται να Τον βρουν εις τον αιώνα τον άπαντα. Και θα συνεχίσουν, αν θέλουν και για πάντα, να γράφουν τα «περισπούδαστα» τους έργα. Η κόλαση τελειωμό δεν έχει. Διότι το Εν μπορεί να μελιστεί επ’άπειρον και η περιδιάβαση εντός του με τα ‘γυαλιά’ μιας θέασης που εκλαμβάνει τον μελισμό ως θρυμματισμό μπορεί να διαρκέσει αιώνια.

Το ‘ποιός’, το ‘που’ και το ‘γιατί’ του Θεού δεν απαντώνται με απαντήσεις αλλά με τον ίδιο τον Θεό, με την ζωντανή Του παρουσία. Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν είναι μια απάντηση αλλά μια θέα. Οποιαδήποτε απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα ήταν ένας περιορισμός ενώ το όλον δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με τα μέσα της μερικότητας. Αυτό θεάται μόνο δια του ιδίου. Γι’αυτό, άλλωστε, ο μυστικισμός είναι ‘μυστικισμός. Όχι επειδή κρατάει κάτι μυστικό αλλά επειδή ασχολείται με αυτό που είναι φύσει μυστικό και απερίγραπτο.

Αυτός ο μεγάλος μυστικός, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, είναι, αν δεν θυμάμαι λάθος, που γράφει κάπου ότι ο άνθρωπος που αξιώνεται της γνώσης του Θεού γίνεται σαν ένα μάτι που βλέπει προς όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Μπορεί και ορά το όλον. Αυτή είναι η μυστική εμπειρία που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια αλλά ούτε και με σκέψεις. Διότι οποιαδήποτε διατύπωση της, λόγω και σκέψη, θα ήταν ‘κάτι’ περί αυτής αλλά όχι ή ίδια.

* * *

Στην παλιά εκείνη Ινδουιστική παραβολή το μικρό άπειρο ψαράκι ρωτάει στο σοφό γέρικο ψάρι πως όλο ακούει για κάτι που το λένε ‘νερό’ αλλά ότι ενώ έχει ψάξει παντού δεν το έχει βρει πουθενά. Και το σοφό ψάρι του απαντάει χαμογελώντας ‘ακριβώς επειδή είναι παντού, τόσο αυτονόητα εμφανές, δεν μπορείς να το εντοπίσεις ‘κάπου’’.